Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

5ο μέρος - I hate myself for loving you (me)



                Οι επόμενες μέρες πέρασαν πολύ παράξενα. Ήταν ένα μωρό. Ένα μεγάλο μωρό. Το μόνο που ήξερε ήταν να μιλάει και να περπατάει. Δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω φυσικά ή να γνωρίσει κάποιον γνωστό μου οπότε, μέναμε μέσα και του έδειχνα πράγματα από βιβλία και από το ίντερνετ. Προσπαθούσα να του δείξω πως είναι ο έξω κόσμος αφού δεν μπορούσε να τον δει από μόνος του. Δεν ήξερα τι να κάνω, ντάξει; Υποτίθεται ότι ήταν εδώ γιατί… Βασικά δεν ήξερα πια γιατί ήταν εδώ. Δεν ήξερα τι να τον κάνω. Και δεν ήξερα πια τι να κάνω. Σκεφτόμουν να του μάθω κάποια βασικά πράγματα για μένα και  να τον αφήσω στη θέση μου κι εγώ να φύγω. Να πάω να αρχίσω ζωή κάπου αλλού, εντελώς καινούργια ζωή, χωρίς πια φίλους, οικογένεια, σπαστικούς γνωστούς που συναντάς στο μετρό και δεν σ’ αφήνουν ν’ ακούσεις μουσική από το mp3 σου. Χαζή σκέψη, ναι, αλλά είχα λίγο χαθεί. Ένα μόνο ήξερα. Μετά τις 7 μέρες κάποιος έπρεπε να φύγει είτε με τον ένα τρόπο είτε με τον άλλο.

(ξέρει τόσα πολλά… είναι τόσο έξυπνος. Από τότε που με ξύπνησε και τον κοίταξα στα μάτια, κατάλαβα ότι θέλω να είμαι μαζί του. Όλα αυτά που μαθαίνω, ναι, είναι πολύ ενδιαφέροντα, δε λέω, αλλά και τίποτα να μην έλεγε δεν θα με πείραζε. Αρκεί που είναι μαζί μου. Μοιάζουμε τόσο. Μια φορά βάλαμε τα χέρια μας να ακουμπήσουν το ένα πάνω στο άλλο-για να συγκρίνουμε, έτσι το είπε-και, παρόλο που αυτός το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει σα να προσπαθούσε με το ζόρι να βρει διαφορές, εγώ είδα. Ήμασταν ίδιοι. Και κατάλαβα ότι το είδε και αυτός. Νομίζω μ’ αγαπάει και αυτός. Μια δυο φορές τον έχω πιάσει να με κοιτάει όταν νομίζει πως δεν προσέχω. Για κάποιο λόγο δεν θέλει να παραδεχτεί πως του αρέσω. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Τι το κακό υπάρχει σε 2 άτομα που αγαπιούνται;)

            Θα είχαμε κλείσει 3ωρο στον υπολογιστή όταν ξαφνικά: «πάμε μια βόλτα;». Γυρίζω και τον βλέπω να με κοιτάει με βλέμμα που μόνο παιδί που περιμένει τον άγιο βασίλη μπορεί να έχει.
-Δεν μπορούμε να βγούμε, στο ‘χω πει.
-Γιατί;(πώς να του το εξηγήσω, αλήθεια; Πώς να καταλάβει αυτός, αφού δεν ξέρει τίποτα για τον κόσμο, πόσο παράξενο θα φανεί να βγω με τον εαυτό μου για να δούμε τη γειτονιά;)
-Γιατί δεν γίνεται να σε δει κανείς.
-Αφού μοιάζω με σένα και εσένα σε βλέπουν όλη την ώρα.
-Δεν είμαστε το ίδιο.
-Αφού εσύ είπες ότι είμαστε ίδιοι.
-Δεν γίνεται, τελείωσε, σταμάτα να ρωτάς.
-Άμα βγούμε όταν δεν έχει κόσμο τριγύρω; Πάντα έχει κόσμο;
-Θα δούμε.
-Λες ψέματα για να μη ρωτάω άλλο;
-Ναι.
-Καλά δε ρωτάω άλλο.
-Μπράβο.
Έτσι. Σα μωρό. Αλλά γλυκούλης. Θεέ μου γίνομαι γκέυ! Αλλά ήταν γλυκούλης. Πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου να τον κοιτάει και όταν έβλεπα πως το πρόσεξε, γύρναγα από την άλλη. Και πάντα μα πάντα, περίμενα με ανυπομονησία να έρθει η ώρα να κοιμηθούμε. Βλέπετε έχω μονό κρεβάτι και αναγκαστικά σχεδόν αγκαλιαζόμαστε. Τι πειράζει; Στο κάτω κάτω  δεν θα κάνω τίποτα, εντάξει; Αφού σε 3-4 μέρες, ο ένας από τους 2(ή και οι 2)θα είναι νεκρός. Ευτυχώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου