Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Κι αν ακούγαμε το κλάμα, τι;

https://www.youtube.com/watch?v=9uu9G2p9sis

Στην μεγάλη μας πόλη συμβαίνουν τόσα όμορφα πράγματα
οι πινακίδες από νέον,
οι πινακίδες περιοχών που αν τραβήξεις όλο ευθεία, κατά κει που δείχνουν, θα τις βρεις
οι πινακίδες στα μαγαζιά που, αν περιπλανιέσαι αρκετά, μπορείς με μια ματιά να καταλάβεις πόσο παλιό είναι τα μαγαζί
τα αμάξια που κυλούν μακριά μας συνεχώς
τα λεωφορεία, που πλέον, πολύ λίγα δεν ξέρουμε που πάνε

η πόλη, είπα χτες, έχει γίνει λίγο βαρετή
αλλά δε σταματά να σε εκπλήσει

και μένω έκπληκτος, χωρίς πολλά παραδείγματα, από τη ρομαντική μου πόλη που καταφέρνει ακόμα να μου προκαλεί φρίκη. Που το αγαπημένο μου είδος μπορεί ακόμα να μου προκαλεί φρίκη.

Ένα μωρό που πεθαίνει. Αυτός είναι ένας λόγος να στεναχωρηθώ.
Ένα μωρό που πεθαίνει άδικα. Αυτός είναι ένας λόγος να θλιφθώ.
Ένα μωρό που πεθαίνει βίαια. Αυτός είναι ένας λόγος να εξοργιστώ.
Ένα μωρό που δολοφονείται βίαια. Αυτός είναι ένας λόγος να φρικάρω.

Τι τιμωρία αρμόζει σε μια τέτοια πράξη; Αρκεί μια εκτέλεση; Αρκούν οι εκτελέσεις των οικείων σου; Αρκούν τα βασανιστήρια; Η απάντηση φυσικά είναι όχι, δεν αρκεί τίποτα. Αλλά η τιμωρία ποτέ δεν ήταν θέμα δικαιοσύνης.

Το να δολοφονείς μωρά είναι αδύνατο να το συλλάβω αλλά μπορώ να το περιγράψω και να τιμωρήσω αυτόν ή αυτή που θα το πράξει. Το να δολοφονείς ένα μωρό με χαρτοπετσέτες στο στόμα, με τον ομφάλιο λώρο για κρεμάλα, με σκοινιά, με σκουπίδια, αυτό είναι μια πράξη που δεν μπορώ να τη συλλάβω κι έτσι δεν θα μπορούσα να την τιμωρήσω. Δεν υπάρχει αληθινή τιμωρία για αυτόν τον ρεαλισμό.

Αν ήθελα να σκοτώσω ένα μωρό θα του έδινα ηρεμιστικά στο γάλα, θα έβαζα μια βελόνα πλεξίματος βαθιά στο πάνω μέρος του κεφαλιού του για να μην πονέσει, θα το χτυπούσα δυνατά με ένα σίδερο. Και θα τιμωρούμουν και θα πέθαινα είτε τρελός από τις τύψεις είτε τρελός.

Νιώθω ανακούφιση που ακόμα σοκάρομαι με αυτόν τον ρεαλισμό. Δε νιώθω άνθρωπος, αλλά νιώθω ανακούφιση. Άνθρωπος δολοφόνησε ένα μωρό στην Πετρούπολη πνίγοντας το με το σωλήνα του φαγητού του και βάζοντας χαρτοπετσέτες στο στόμα για να μη φωνάξει.

Άνθρωπος δολοφόνησε, άνθρωπος πέθανε, άνθρωπος φρίκαρε.

Δε θέλω να νιώθω και πολύ άνθρωπος σήμερα.

Συγγνώμη, έγινα θείος πρόσφατα και είμαι λίγο ευαίσθητος μ' αυτά.

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Σε λάιβ αναμετάδοση

https://www.youtube.com/watch?v=UyoYf7rZVGI

Βάζω Νουτζάμπες, το αφήνω να παίξει λίγο, και ξεκινώ να περιγράφω

ξεκινώ με την ερώτηση που μου έκανες
"γιατι με κοιτάς έτσι; σαν να είσαι υπερήφανος."
κι ενώ δεν ήταν ψέμμα η απάντηση που σκάρωσα
δεν ήταν ολόκληρη η αλήθεια

πως να εξηγήσω το άπλωμα των πλευρών μου στα ηλιόλουστα χαρακτηριστικά σου
θα με κορόιδευες και θα γινόμουνα πεζός
άμα σου έλεγα πως η ομορφιά σου με κάνει να νιώθω κάπως πιο ανάλαφρος
και τυχερός που αποφάσισες να την δείξεις σε μένα σήμερα

θα σου ζητούσα να γίνεις το κορίτσι μου
αλλά ή είσαι ήδη (nope) ή δε θα γίνεις ποτέ το κορίτσι/αγόρι μου
ή οποιουδήποτε αγοριού
ή κοριτσιού

ποιος μπορεί να κάνει τη θάλασσα να σταματήσει να κινείται;
κι εσύ χορεύεις σαν τη θάλασσα
ή έστω, εκεί πρέπει να στοχεύουμε κοπέλα μου!

Προχτές, στο εκπληκτικό ξεκίνημα καλών ραντεβού,
σου είπα τι είμαι
και  ε υ τ υ χ ώ ς  δεν το σχολίασες

σήμερα, στην συνέχεια των καλών ραντεβού
το επιβεβαίωσα ξανά στον εαυτό μου
και αναρωτήθηκα ποιο είναι το πρόβλημα σου

και να! ήρθε μόλις το μέηλ σου
να μου δείξει σα σφαλιάρα το πρόβλημα σου/μου
πλατς! έκανε η σφαλιάρα στο μάγουλό μου

και ξανά θέλησα να σβήσω οτι έγραψα παραπάνω
να αρχίσω να στεναχωριέμαι
και να αποδεχτώ την ήττα

Αλλά σήμερα, στον απόηχο της υπέροχης παρέας σου
αρνούμαι να σβήσω τις σκέψεις που μπορεί να μη σ' αρέσουν
και τις αφήνω εδώ να τις δουν όλοι

σε αγκαλιάζω λοιπόν με τη σειρά μου
την παίζω μαζί σου
σε σκέφτομαι-

-όσο δηλώνω μαθήματα
όσο γράφω την ιστορία μου για το συγγραφικό πρότζεκτ που κάνουμε
όσο περιμένω την αδερφή μου να παραγγείλουμε φαί

η ζωή συνεχίζεται
κι εγώ της φωνάζω το όνομά σου

(το όνομά σου) κι ας μη γαμήσω ποτέ
χιχιχι

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

αρκετά γελάσαμε νομίζω

https://www.youtube.com/watch?v=lSXSyz068zU

Πρώτα θα σε πονέσει στο κάτω δεξιά μέρος της κοιλιάς. Τι είναι εκεί; Συκώτι; Νεφρά; Ο,τι είναι. Εκεί. Θα είναι σαν τσούξιμο και κάψιμο, σαν μούδιασμα και ερεθισμός.

Μετά θα σε χτυπήσει στις ενώσεις της κάτω γνάθου με το κρανίο, κάτω απ' τ' αυτιά. Τσούξιμο και κάτι σαν πόνος. Θα είναι σαν να σαπίζεις καιρό και μόλις τώρα αρχίζει να χτυπά τα νεύρα σου η σαπίλα. Τώρα που είναι αργά να αφαιρέσεις το βρώμικο κομμάτι.

Όσο πιο πολλά θυμάσαι, τόσο πιο πολύ θα σε χτυπάει στα σημεία σου. Ίσως και σε κάποιο άκρο, αν και τα άκρα, από τη συνεχή τριβή, είναι πιο στέρεα. Να θυμάσαι, η κοιλιά είναι ευαίσθητη (για αυτό βάζω το χέρι μου εκεί συχνά), μάλλον απ' τις αγάπες, ο λαιμός και το κεφάλι.

Όσο σου θυμίζεις τι υπήρξες και πόσο, οι πόνοι δεν είναι οτι μεγαλώνουν όσο οτι πυκνώνουν, τα σημεία πληθαίνουν και ξαφνικά βρίσκεσαι να πονάς σε τόσα σημεία, τόσα όσες φορές υπήρξες εσύ σημείο πόνου για τους άλλους.

Θα πάρεις παυσίπονα, θα βγεις με ανθρώπους-παυσίπονα μα οι πόνοι δε γιατρεύονται, δεν είναι προειδοποιήσεις αυτοί οι πόνοι, είναι τιμωρίες, κι αν με ρωτάς, ναι, πιστεύω στην τιμωρία. Αφού δεν πρόκειται να μάθω, τουλάχιστον ας τιμωρηθώ. Η ατιμωρησία με εκνευρίζει.

Μη νομίζεις, δεν είμαι πάντα ενοχικός.

Κάποιες φορές είμαι απλά ένοχος.

Ρώτα τη Χριστίνα να σου πει

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

τι πρέπει τι δεν πρέπει, στιγμή δε σκέφτηκα

πες μου πότε μπαίνω-

https://www.youtube.com/watch?v=ylj8CyHO348

-και θα μπω στο πάρτυ όπως πρέπει, μ' όποιον πρέπει, όσο πρέπει
"στα πάρτυ δε χωράνε πρέπει"
λένε αυτοί που δεν ξέρουνε
εγώ στο πάρτυ σου θα μπω όσο πρέπει, όπως πρέπει, όταν πρέπει,
με τη σωστή μουσική μπορώ να κάνω το οτιδήποτε

οπότε συγγνώμη που δε σε πήρα τηλέφωνο εσένα
ή που δεν σε γούσταρα εσένα
ή που σε κούρασα εσένα
ή που σε φίλησα εσένα
ή που ξέρω γω τι εσένα

αλλά η ώρα για συγγνώμες πέρασε, ήρθε η ώρα του πάρτυ
περιμένω τρία πάρτυ αυτή την περίοδο
και παρακαλάω το θεό που δεν υπάρχει
να τα δω όπως πρέπει, με όποιον πρέπει, όσο πρέπει

η Ειρήνη μου 'χε χαλάσει το πάρτυ της Ελένης θυμάμαι
γιατί κυνηγιόμασταν στην αυλή να φιληθούμε και θυμάμαι να παίζει κάτι καλό
κι εγώ να είμαι κομμένος στα 2
απ' τη μια να τη θέλω τόσο
κι απ' την άλλη να θέλω τόσο να χορέψω στο πάρτυ

τελικά δε χόρεψα σε εκείνο το πάρτυ
αλλά ντάξει
δεν έπαιζε κάτι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ καλό εκείνη τη στιγμή νομίζω

οπότε συνεχίζω με το κεφάλι μου χαμένο στα μπιτς των πάρτυ
τα μόνα μπιτς που έχουν ψυχή από μόνα τους
αν θες μπορώ να στο αποδείξω
βάλε μου
αυτό που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει, όσο πρέπει
και κάνε άκρη για να δεις τι πρέπει να γίνεται στα πάρτυ

https://www.youtube.com/watch?v=7hkwtZ29uFc

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Just a date gone wrong

αφού γέμισα και το παγούρι μου με ντραμακουινιές και σήμερα

οι μυστικές μου φωνές μου ζητούν επισταμένα να χαλαρώσω

και χαλαρώνω

χαλαρώνω με το άγχος πως δε θα με καταλάβεις ποτέ γιατί στα εξηγώ όλα λάθος
χαλαρώνω με τη σκέψη πως την Καθαρά Δευτέρα θα σου ζητήσω να δούμε μαζί τους χαρταετούς
χαλαρώνω με την πίτσα που πήρα να φάω, γιατί είπαμε να μη φάμε αλλά δεν είσαι αφεντικό μου, ντάξει;
χαλαρώνω με τις ενοχές που πήρα την πίτσα γιατί σε σκεφτόμουν συνέχεια
χαλαρώνω που με σκέφτεσαι που και που
χαλαρώνω με τη γνώση πως αν χαλαρώσω θα συμβούν υπέροχα πράγματα
χαλαρώνω με τη σκέψη πως δε θα χαλαρώσω ποτέ
χαλαρώνω με την αντίφαση
χαλαρώνω με τις αντιφατικές σου συμπεριφορές
χαλαρώνω που χαλαρώνεις, όταν χαλαρώνεις
χαλαρώνω που είμαι τρελός
χαλαρώνω που δεν με αντέχεις
χαλαρώνω που δε σε αντέχω
χαλαρώνω που παρόλο που δεν αντεχόμαστε, κοιτιόμαστε με αγάπη στο μετρό λίγο πριν το Σύνταγμα

και γενικά χαλαρώνω γιατί ξέρω πως φταίω όσο φταις κι εσύ
και τις τύψεις γενικά δεν τις μπορώ, με διαλύουν, πιο πολύ από κάθε άλλο συναίσθημα

άρα χαλαρώνω γιατί απλά ήταν ένα ραντεβού που πήγε στραβά
μαθημένα τα βουνά απ' τα χιόνια

και χαλαρώνω γιατί οι σκέψεις μου παραμένουν δικιές μου
και χαλαρώνω γιατί θα δω μαντ μεν και θα σε ξεχάσω
και χαλαρώνω γιατί θα σε θυμηθώ ξανά σύντομα
και χαλαρώνω γιατί νομίζω πως θα με θυμηθείς κι εσύ

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Όλο το χρόνο στον κόσμο μαναράκι



 
            Είχε όλο το χρόνο στον κόσμο. Ή έτσι φαινόταν τουλάχιστον. Εγώ καθόμουν δυο τραπέζια μακριά και έτρωγα την προσφορά του απαράδεκτου 24ωρου μαγαζιού που βρίσκεται κοντά στο σπίτι. Χοτ ντογκ και πέπσι, 1.80. Δεν ήταν και λίγα, κάθε φορά αυτό σκεφτόμουν, αλλά κάθε φορά πήγαινα εκεί, κάθε φορά καθόμουνα με ακουστικά στο πλαστικό τραπέζι με το φανταχτερό τραγικό λογότυπο του μαγαζιού και μετά από λίγο δεν άντεχα, κάτι ήθελα να μασουλήσω, κάτι να κρατάω στο χέρι, κάτι να έχω να κάνω. Δεν καπνίζω κιόλας οπότε δεν είχα και πολλές επιλογές.
            Είχε όλο το χρόνο στον κόσμο έτσι όπως καθόταν απέναντί μου, κι εκείνη με ακουστικά, κι εκείνη μασουλώντας κάτι αδιάφορο και άγευστο από το μικρό μενού του εστιατορίου. Την έβλεπα συχνά και αναρωτιόμουν αν κάνουμε το ίδιο πράγμα χωρίς να το ξέρουμε. Αν περιμένουμε χωρίς να το ξέρουμε. Το πρόσωπο της γινόταν μια μπλε και μια κόκκινο από την πινακίδα έξω από το μαγαζί, καθόμασταν και οι 2 κοντά στη βιτρίνα. Γιατί να θες να κοιτάς έξω αν δεν περιμένεις να δεις κάτι; Συχνά το αναρωτιέμαι αυτό.
            Είχαμε όλο το χρόνο στον κόσμο και δεν είχαμε ούτε λεπτό για χάσιμο. Έτσι φαινόταν από αυτά που κάναμε, από τον τρόπο που ψάχναμε έξω, από τον τρόπο που τρώγαμε και από τον τρόπο που κοιτάζαμε τους νευρικούς σερβιτόρους και σερβιτόρες να παίρνουν το δίσκο με το τσαλακωμένο αλουμινόχαρτο και το άδειο κουτάκι. «Θέλετε κάτι άλλο;» ρωτάνε πάντα αλλά πλέον δεν περιμένουν απάντηση. Δεν θέλουμε κάτι άλλο, όχι. Ή αυτό που θέλουμε δεν το φτιάχνει το 24ωρο της Θηβών. Ο,τι κι αν είναι αυτό.
            Κατά τις 2 η κίνηση κόβει τις καθημερινές. Όχι μέσα στο μαγαζί, μέσα στο μαγαζί η κίνηση είναι κομμένη, η κίνηση στη Θηβών εννοώ. Όταν είναι καλοκαίρι και κάθομαι/μαστε έξω, ο ήχος έχει σαφή ημιτονοειδή γραφική αναπαράσταση. Από την απόλυτη ησυχία ξεκινά ένα βουητό, μικρό αν είναι αμάξι, μεγάλο για φορτηγό, πνιχτό για καινούργιο μοντέλο, εριστικό για μηχανάκι, πλησιάζει και μεγαλώνει, ξυνίζω/ζουμε για λίγο και μετά απομακρύνεται. Για λίγο νομίζεις ότι ο ήχος μένει σταθερός αλλά μέχρι να σου τραβήξει όντως την προσοχή αρχίζει να πέφτει, να πέφτει και να απλώνεται ξανά η ησυχία όπως απλώνεται το σεντόνι όταν επιτέλους το αλλάζω στο κρεβάτι μου, με αργή ταχύτητα, αλλά παντού, σαν να την τίναξε κάποιος από ψηλά και να χαμηλώνει αργά αργά μέχρι τη σιωπή, που στην πόλη δεν είναι ποτέ αληθινή αλλά παραμένει σιωπή.
            Ο αχός της πόλης, οι μακρινοί ήχοι, με κάνουν να ανατριχιάζω, ειδικά το καλοκαίρι. Είναι μάρτυρες πως κάπου αλλού συμβαίνει κάτι αλλά εδώ δε συμβαίνει τίποτα. Κάπου κάποιος περνάει, κάποιος κοιτάει, κάποιος ζει, κάποιος κινείται ενώ εδώ επικρατεί ακινησία. Αυτή η διαφορά ταχύτητας με κάνει να αναστατώνομαι μα δεν έχω καταλάβει ακόμα γιατί. Ίσως γιατί –
            «Σήκω πάνω και ακολούθα με». Στην αρχή δεν κατάλαβα σε ποιον μίλησε. Δεν ήξερα και τη φωνή της, δεν κατάλαβα καν ποιος μίλησε. Γύρισα προς τα μέσα και την είδα να με κοιτάει από πάνω, είχε έρθει στο τραπέζι μου και ήταν ντυμένη για έξω. Ντυμένη για έξω, απλά είχε πάρει το σακίδιο της και είχε κουμπώσει το φερμουάρ του φούτερ της. «Άντε ντε!» ξαναλέει και σιγουρεύομαι ότι εννοεί εμένα. «Που πάμε;» ρωτάω αν και πραγματικά δεν ξέρω ποια απάντηση θα με έπειθε να την ακολουθήσω – ή να μην την ακολουθήσω. «Θα δεις, σήκω». Σηκώθηκα λοιπόν και βγήκαμε έξω.
            Εκείνη περπατούσε γρήγορα, κάπου πήγαινε, εγώ την ακολουθούσα με αργό βήμα, προσπαθούσα να καταλάβω τι κάνουμε. Πάμε για σεξ; Πάμε να μου κλέψει τα νεφρά; Πάμε στο περίπτερο; Δεν μπορούσα καν να φανταστώ τι μπορεί να με ήθελε.
            Στρίψαμε τη γωνία και βγήκαμε στο δρόμο που βγάζει στο κέντρο των Λιοσίων. Εκείνη πάντα μπροστά, εγώ από πίσω. Που και που κοιτούσε να δει αν ακολουθάω και μόλις σιγουρευόταν, ξαναγυρνούσε μπροστά. Δεν με πίεζε να πάω πιο γρήγορα, φαντάζομαι ήξερε πως αν πήγαινα να τη χάσω θα πήγαινα πιο γρήγορα κι έτσι δεν σπαταλούσε λέξεις για μια συζήτηση που δεν είχε νόημα να γίνει. Σωστή. Τα φώτα στο δρόμο τώρα ήταν πιο χαμηλά και λευκά, όχι σαν της Θηβών, τα ψηλά πορτοκαλί. Εδώ η αίσθηση είναι πιο πολύ γειτονιά, πιο θεατρικά. Της Θηβών θυμίζουν βιομηχανικό περιβάλλον, παλέτες, φορτηγά, κρύο και σκουπίδια στην άκρη του δρόμου. Εδώ το φως μεταμορφώνει έναν δρόμο, κατά τα άλλα παρόμοιο με τον προηγούμενο, σε σοκάκι. Μόνο απ’ το φως. Προχωράμε σε ησυχία, προσπερνούν που και που αμάξια με την ίδια ημιτονοειδή ηχητική ατμόσφαιρα κι εμείς τα αφήνουμε να μας περνάνε αδιάφορα ενώ κόβουμε στη μέση το Ίλιον.
            Τη μέρα εδώ επικρατεί πανικός. Κίνηση, ανοιχτά μαγαζιά, άνθρωποι μπαινοβγαίνουν στα κοράκια της Wind και της Vodafone, στα άθλια τυροπιτάδικα και στις αδιάφορες καφετέριες που πουλούν το ίδιο πράγμα. Τόσα μαγαζιά, τόσα ευφάνταστα (ή δυσφάνταστα) ονόματα, για το ίδιο πράγμα. Καφέ από το Μικρό ή από το Reverent; Τυρόπιτα από το Λευτέρη ή από το Μαμ; Λεφτά από την Εθνική ή από την Πειραιώς; Περνάμε από τόσες σκοτεινές βιτρίνες με τα ίδια ρούχα, τους ίδιους πάγκους, τις ίδιες πινακίδες όπως «εκπτώσεις» ή «προσφορά», πόσες προσφορές υπάρχουν πια, προχωράμε και ευτυχώς, όταν αυτά τα μαγαζιά θα ανοίξουν, όλα την ίδια ώρα, όλα με τον ίδιο σκοπό, όλα από την ίδια ανάγκη για γεμάτο ταμείο, εμείς θα έχουμε ήδη περάσει.
Τελείωσε η λεωφόρος και ήρθε η ώρα μια ακόμα διασταύρωσης. Τα φανάρια δείχνουν σε ανύπαρκτους οδηγούς τι να κάνουν και εμείς κάνουμε στάση. Εκείνη ανάβει τσιγάρο, εγώ κάθ0μαι στο πεζοδρόμιο. Στη σιωπή το τσικ τσικ του αναπτήρα μοιάζει με μυστικό σύνθημα για κάτι. Αλλά η απόκριση που παίρνει είναι ένα γαύγισμα από κάποιο χαμένο σκυλί και ένα ερκοντίσιον που ανάβει με αγκομαχητό κάπου μέσα σε κάποια στενά πίσω μας.
Αυτός ο διάλογος με κάνει να σκέφτομαι πόσοι άνθρωποι υπάρχουν αυτή τη στιγμή κοντά μας. Αν θέλαμε θα μπορούσαμε να τους ακουμπήσουμε ενώ κοιμούνται, θα μπορούσαμε να ξαπλώσουμε δίπλα τους, θα μπορούσαμε να δούμε τηλεόραση στα σαλόνια τους. Είναι άπειροι, η πόλη εξ ορισμού είναι αυτό, ένα περιβάλλον φτιαγμένο για να συγκεντρώνονται άνθρωποι, η ερημιά είναι μια σύμβαση, δεν υπάρχει έρημος στην πόλη. Δεν μπορείς να μείνεις μόνος σου στην πόλη.
Το τσιγάρο τελείωσε, και μαζί μ’ αυτό και η στάση, ξεκινάμε και πάμε προς τη στρογγυλή του Ιλίου, σε έναν άλλον 24ωρο ναό, τα Μακ. Σύντομα βλέπουμε μπροστά μας το φωτεινό Μ, το άδειο παρκινγκ και τα φωτισμένα παράθυρα που ξενυχτάνε οι τυφλοπόντικες της νυχτερινής βάρδιας. Ακούγονται χαμηλές φωνές από το προσωπικό καθώς κατηφορίζουμε προς το κατάστημα και έκπληκτος τη βλέπω να πηγαίνει προς το πρώτο παράθυρο που δίνονται οι παραγγελίες. Από μέσα φαίνεται η μορφή μιας κοπέλας που κάθεται στον πάγκο (αυτό σίγουρα απαγορεύεται) και κοιτάει το κενό. Εκείνη πάει στο παράθυρο και στέκεται περιμένοντας να την προσέξει η υπάλληλος. 
Εκείνη τη στιγμή τη συμπάθησα για πρώτη φορά. Πριν απλά δεν ήξερα πώς να νιώσω. Δεν τη συμπάθησα από την ευγένεια που έδειχνε το ότι θα περίμενε όση ώρα χρειαστεί αρκεί να μην ενοχλούσε το ονειροπόλημα της υπαλλήλου (ή τον ύπνο της). Τη συμπάθησα γιατί το ίδιο θα έκανα κι εγώ. Ίσως να ντρεπότανε απλά. Ίσως να σκεφτόταν τα δικά της. Η ίσως να είχε όλο το χρόνο στον κόσμο.

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Δε σ' αγαπώ - μου είσαι χρήσιμη, δε σε θέλω - σε χρειάζομαι, δε μου είσαι απαραίτητη - απλά με βοηθάς

Ξέρω πως θα μας έκανε να νιώθουμε καλά αν λέγαμε απλά οτι οι άνθρωποι νιώθουνε συμπόνοια, έτσι γενικά κι αόριστα. Πάντα μας κάνει να νιώθουμε καλά μια μεταφυσική εξήγηση που να καταλήγει σε κάποιο καλό συμπέρασμα. "Δεν ξέρω γιατί αλλά οι άνθρωποι είναι συμπονετικά όντα".

Αλλά δεν είναι. Δεν είναι μεταφυσικά συμπονετικοί, είναι ενστικτωδώς κοινωνικοί. Γιατί; Γιατί τους συμφέρει. Δεν ζούμε μαζί επειδή αγαπιόμαστε, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Ή μάλλον, αγαπιόμαστε/ζούμε μαζί, επειδή μας συμφέρει. Το ξέρω οτι θα προτιμούσες να μη θέλεις άλλους ανθρώπους. Το ξέρω οτι θα προτιμούσα να μη θέλω άλλους ανθρώπους. Δεν μπορείς να τους προβλέψεις, δεν μπορείς να τους ικανοποιήσεις και εν τέλει πληγώνεσαι διαρκώς.

Αναρωτιέμαι τι άμυνες χρειάζεται κάποιος για να μην χρειάζεται άλλους ανθρώπους. Γιατί αυτό είναι οι άνθρωποι γύρω μου. Άμυνες απέναντι στις φυσικές απειλές που υπάρχουν, στην πείνα, στη δίψα, στην τρέλα από τις φωνές του κεφαλιού. Οι άνθρωποι είναι οχυρά που με κρατούνε σε μια σχετική ασφάλεια. Τι άμυνες θα πρέπει να έχω εάν δεν χρειάζομαι άλλους ανθρώπους. Θα πρέπει να είμαι φτιαγμένος από πέτρα, από τα πιο δυνατά κράματα, για να αντιπαρέρχομαι τις απειλές.

Η φύση με τους μηχανισμούς της εξέλιξης με προσάρμοσε όμως. Οι άνθρωποι πια δεν είναι εργαλεία μου - είναι οι αγάπες μου, δεν τους χρειάζομαι - τους θέλω, δεν με βοηθούν - μου είναι απαραίτητοι. Κι έτσι αλυσοδέθηκα με τρόπους πολύ χειρότερους από ορισμένες φυσικές δυσκολίες που περιέχει η ζωή στον πλανήτη. Χειρότερους, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι σφυριά και πένσες, δεν κάνουν οτι τους πει το χέρι σου, κάνουν αυτό που θέλουν. Τι εργαλείο είναι αυτό που κάνει αυτό που θέλει κι όχι αυτό που λες; Πως το χρησιμοποιείς;

Το χρησιμοποιείς λάθος.

Αν οι άνθρωποι είναι εργαλεία, αν εγώ είμαι εργαλείο, τότε ποια είναι η εργασία που πρέπει να φέρουμε σε πέρας; Να επιζήσουμε;

Αν δεν είναι εργαλεία, τι είναι; Άνθρωποι; Και γιατί τους θέλω τότε; Θες κάτι γιατί το χρειάζεσαι. Δεν υπάρχει άλλη ερμηνεία ή δεν βλέπω εγώ άλλη ερμηνεία.

Αν εγώ είμαι εργαλείο, αν όλοι είμαστε εργαλεία, υπάρχουνε στιγμές που μας χρησιμοποιούν και στιγμές που μας αφήνουν στην εργαλειοθήκη. Το κακό με τα έλλογα εργαλεία είναι πως δεν τους αρέσει η εργαλειοθήκη. Το κακό με τα έλλογα εργαλεία είναι πως δεν τους αρέσει να τα χρησιμοποιούν όπως, όποτε και όπου θέλουν.

Το κακό με τα έλλογα εργαλεία είναι πως δεν τους αρέσει να τα γράφουνε στ' αρχίδια τους.

Κι αν οι άνθρωποι είναι και εργαλεία και άνθρωποι,
αν εγώ είμαι και εργαλείο και άνθρωπος,
όταν θα με σηκώσεις να καρφώσεις τα καρφιά στα φέρετρα των αναγκών σου,
κοίτα να σηκωθείς για να καρφώσεις και τα καρφιά απ' τα δικά μου,
γιατί μου είναι πολύ εύκολο σαν ανθρώπινο σφυρί,
μια έτσι να κάνω,
και το κεφάλι μου θα βρει το δάχτυλό σου.