Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Σ' ένα ξέφωτο τελειώνει το ταξίδι και δεν κρατάει για πάντα

https://www.youtube.com/watch?v=V5YOhcAof8I

1)
Και μια μέρα ήταν πρωί, 8 το πρωί, και με άφησε η μαμά μου έξω από τη σχολή. Και πριν μπω μέσα, αφού έφυγε η μαμά μου, κάθισα στο πεζούλι. Και είχα πολλά μαθήματα, ήταν το 9ωρο της Δευτέρας. Πριν αποφασίσω να μπω στη σχολή, κανείς δεν είχε έρθει ακόμα, έβγαλα ένα σφυρί από την τσάντα μου και άρχισα να κοπανάω τον αριστερό μου καρπό. Και μετά τα πρώτα πέντε χτυπήματα έσπασε ο καρπός μου, και μετά τα δέκα πρώτα χτυπήματα διαλύθηκε και θρυμματίστηκαν τα κόκκαλα. Και μετά τα είκοσι χτυπήματα είχε λιώσει το δέρμα, είχαν διαλυθεί τα αγγεία και το σφυρί χτυπούσε μόνο το τσιμέντο στο πεζούλι. Σχεδόν ακούω τα χτυπήματα. Και μετά σηκώθηκα, έβαλα το σφυρί στην τσάντα, πέταξα το κομμένο χέρι και μπήκα για μάθημα.

Αργά το απόγευμα που σχόλασα με περίμενε η γραμματέας της σχολής. "Περίμενε" μου είπε. Περίμενα αλλά νύσταζα, ήθελα να πάω σπίτι και με πονούσε και το μέλος που μου έλειπε. Εκείνη μου έπιασε τις κρεμάμενες ίνες και τα σπασμένα αγγεία. "Ορίστε" μου είπε, και μου έδωσε καινούργιο. "Είναι μακριά;" τη ρώτησα. "Πολλά χιλιόμετρα" μου είπε και στεναχωρήθηκε. "Τόσα πολλά χιλιόμετρα".

2)
Και μια μέρα περίμενα το λεωφορείο να γυρίσω από τη δουλειά. Και ήταν καλοκαίρι και ζεσταινόμουν αλλά ευτυχώς είχα σχολάσει βράδυ και αντεχόταν. Και πονούσε η μέση μου αλλά δεν με πείραζε, είχα κάνει αυτό που έπρεπε. Και στη στάση που δεν έγραφε ακόμα τότε τα λεπτά, ξάπλωσα στο παγκάκι. Και έβγαλα από την τσάντα μου ένα σκεπάρνι. Και με την κοφτερή άκρη άρχισα να κοπανάω το αριστερό μου πόδι, ακριβώς κάτω από το γόνατο. Και με το πρώτο χτύπημα συντρίφτηκε το καλάμι μου και το πόδι μου αχρηστεύτηκε. Και με το δεύτερο κόπηκε το πρώτο κόκκαλο. Και με το πέμπτο ξεκόλλησαν και οι τελευταίες κυτταρικές επαφές και έμεινε η χοντρή μου γάμπα στο παγκάκι. Και ανακάθισα και έβαλα το σκεπάρνι στην τσάντα μου. Και σηκώθηκα στο ένα πόδι και πέταξα το μισό μου πόδι σε ένα οικόπεδο δίπλα. Και ήρθε το λεωφορείο και μπήκα.

Μόλις έφτασε το λεωφορείο σπίτι και κατέβηκα, βρήκα τον φίλο μου από τη δουλειά, είχε ρεπό και δεν τον είχα βρει. Με κουτσό τον πλησίασα. "Που πας;" τον ρώτησα; "Σε περίμενα" μου είπε. "Γιατί;" απόρησα. Εκείνος με κράτησε από τους ώμους για να μην πέσω και έσκυψε στο πόδι μου. "Ορίστε" μου είπε. Και στάθηκα ξανά. "Είναι μακριά ακόμα;" τον ρώτησα. Εκείνος έφευγε προς τη Θηβών και στάθηκε. "Πολλά χιλιόμετρα. Έχεις ακόμα τόσα πολλά χιλιόμετρα".

3)
Και μια άλλη μέρα έκανα ποδήλατο και σταμάτησα στις γραμμές τους τρένου στις τρεις γέφυρες. Και έφευγε ένα τρένο που θυμόμουν πως ήθελα να μπω αλλά δε μπήκα. Και είχα φέρει κοτοπουλάδες να φάω και περίμενα γιατί ήξερα πως φεύγει στις 12 το τρένο και θα περνούσε από κει. Και είχα φάει 2-3 μπουκιές και πέρασε το τρένο και, τι παράξενο, ήταν όπως όλα τα υπόλοιπα τρένα. Και μόλις τελείωσε το σάντουιτς κάθισα στη μάντρα που χωρίζει τις γραμμές από τον υπόλοιπο κόσμο. Και άνοιξα την τσάντα μου και έβγαλα ένα κατσαβίδι, σταυροκατσάβιδο. Και με το δεξί μου χέρι άρχισα να καρφώνω το κατσαβίδι στο στήθος μου. Και στο πρώτο χτύπημα σκόνταψε το μέταλλο στο θώρακά μου και πόνεσε το χέρι μου. Και στο δεύτερο έσπασε το στέρνο και πέρασε μέσα αλλά δε χτύπησε τα όργανα. Και στο πέμπτο είχε γίνει σμπαράλια η καρδιά μου. Και στο δέκατο είχαν γεμίσει αίμα οι πνεύμονές μου. Και μετά ανέβηκα στο ποδήλατο στάζοντας αίμα στο σίδερο και έφυγα.

Δεν πήγα σπίτι γιατί δεν ήθελα, πήγα Σεπόλια που έμενα μια φίλη μου. Και μόλις μπήκα εκείνη μου φώναξε γιατί έσταζα αίμα και είχε σφουγγαρίσει. "Μην πατάς πουθενά, απλά κάτσε στην καρέκλα στο πισί" φώναξε. Κάθισα και δεν έλεγα τίποτα, είχε φουσκώσει ο λαιμός μου απ' το αίμα. Εκείνη το κατάλαβε και "μπες φβ" μου είπε. "Θέλω να σου δείξω τις φωτογραφίες από το καλοκαίρι". Μπήκα κι εκείνη ήρθε από πάνω μου και μου έπιασε τις τρίχες στο στήθος. "Περίμενε" μου είπε. Και μετά κατάφερα και μίλησα ξανά και έκλεισαν οι τρύπες από το κατσαβίδι και μπήκε αέρα πάλι στο στήθος μου και φούσκωσε ξανά. "Είναι μακριά;" τη ρώτησα. "Πολλά χιλιόμετρα, πολλά χιλιόμετρα ακόμα".



Και τελικά πλησίασα και μου έμειναν λίγα χιλιόμετρα ακόμα. Και στη διαδρομή που και που, κόβω κομμάτια μου και τα αφήνω. Και μπορεί να τα βρεις σε κάδους, σε οικόπεδα, σε γραμμές τρένου, σε άλλες πόλεις, σε μαγαζιά, σε ξένα σπίτια, σε μετρό και λεωφορεία, παντού. Και πάντα κάποιος θα βρεθεί να μου βγάλει καινούργια. Και ναι, δεν είναι ίδια όπως αυτά που έκοψα και πέταξα, και ίσως η απώλεια του αίματος να μην συμπληρώνεται ολόκληρη. Και ίσως να μη μπορώ να κάνω όλα αυτά τα χιλιόμετρα. Κάποιος κάπου πάντα βρίσκεται και μου δίνει χέρι, μου δίνει πόδι, μου δίνει ανάσα, μου δίνει αίμα. Και εγώ τα παίρνω και συνεχίζω. Συνεχίζω αλλά δε μπορώ και ρωτάω. "Είναι μακριά;". Και πάντα μου λες "Πολλά χιλιόμετρα". "Τόσα πολλά χιλιόμετρα ακόμα".

"Θες να τα κάνουμε μαζί;" τόλμησα κάποτε να σε ρωτήσω
και ακόμα περιμένω τη στιγμή που δε θα αφήσω κανένα κομμάτι μου πίσω









Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Μικρές εξομολογήσεις για ανθρώπους που πεθαίνουν

Ο φόβος φυλάει τα έρημα. Δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει αυτό αλλά δε θα κουραστώ προσπαθώντας να το αναλύσω. Μου αρέσουν οι λέξεις φόβος, φυλάει και έρημα. Νομίζω οτι είναι σημαντική μια φράση επειδή μιλάει για το φόβο, για τη φροντίδα και για τη μοναξιά. Μέχρι εκεί φτάνει η (τελικά πολύ πολύ μικρή) νοημοσύνη μου.

Σταμάτησα να διαβαζω την Κ καιρό, δεν είμαι σίγουρος γιατί. Φαντάζομαι γιατί ποτέ δεν έγραφε για μένα. Όταν ο άλλος βγάζει τα σώψυχά του και αυτά δε μιλάνε για σένα ενώ εσύ θες να μιλάνε για σένα, τότε σταματάς να διαβάζεις. Κάθε κειμενάκι για άλλον άνθρωπο που θα ήθελες τη θέση του είναι πληγή. Βέβαια πάει, αυτό πέρασε όντως (ευτυχώς), όμως δες, δες πόσο λίγο καταφέρνω να αστυνομεύσω τον εαυτό μου, πόσο λίγο καταφέρνω να νιώθω τα σωστά πράγματα με την κατάλληλη ένταση.

Από την άλλη, σπάνια κοιτάω αγόρια στα μάτια γιατί τα αγόρια μου φαίνονται τόσο μη καβλωτικά. Δε με νοιάζει να με αγγίξουν ή να με αγαπήσουν, θέλω να με σέβονται (ενίοτε να με φοβούνται) και να με εκτιμούν. Όχι όμως να με χαϊδεύουν, νιώθω πως χάνω το χρόνο μου. Τα αγόρια έχουν μια πολύ ειδική θέση στη ζωή μου, τα αγαπώ, τα εκτιμώ και τα φοβάμαι, όχι μόνο γιατί μπορεί να με δείρουν (αν και δε μπορούν όλα) αλλά γιατί είναι ανταγωνιστές μου στην αιώνια πάλη για  ξ ε χ ώ ρ ι σ μ α. Μισώ τους αντίθετους γιατί δε με θέλουν, μισώ τους ίδιους γιατί μου κλέβουν τα κορίτσια. Αλλά τελικά μάλλον δε μισώ κανέναν. Μάλλον.

Έμαθα πως φεύγεις και λυπήθηκα. Κι ας είπες πως θα φύγεις σε πολύ καιρό. Τι ανοησία να ανησυχώ για κάτι που τότε μάλλον δε θα έχει σημασία. Κάθε πράγμα στον καιρό του, εγώ πάντα αυτό έλεγα. Ίσως για αυτό ποτέ δεν ήμουν προετοιμασμένος σωστά. Όταν θα φύγεις ή δε θα με νοιάξει ή θα σου ζητήσω να μείνεις. Γιατί πάντα είμαι της υπερβολής βλέπεις και δεν πάει αλλιώς. Αλλά νομίζω θα με καταλάβεις, και όταν μου μιλήσεις ειλικρινά και με το ζεν σου ύφος, θα καταλάβω κι εγώ. Την ακούω ξέρετε, όταν μου μιλάει, την ακούω σαν να μην υπάρχει άλλος ήχος στον κόσμο.

Τέλος, διάβασα ένα άλλο κειμενάκι που είπε πως σέρνουμε τα πτώματά μας απο δω κι από κει. Δεν ξέρω αν ισχύει αλλά ήταν ωραία φράση, δυνατή. Μου άρεσε η σκέψη οτι έχουμε πεθάνει από καιρό, και παρόλα αυτά, με τη θέληση για ζωή, τη θέληση να ρουφήξουμε ζωή από κάποιον άλλον (για αυτό δεν πάμε κι ερωτευόμαστε;), τελικά σέρνουμε σαπιζόμενα κουφάρια από δω κι από κει και το μόνο που κρατάει όρθια τη στάση μας και δε σωριαζόμαστε είναι η έλξη για κάτι άλλο. Νεκροί κομήτες που ταξιδεύουν στο διάστημα και η βαρύτητα από τα άλλα ουράνια σώματα, κάποια ζωντανά και κάποια νεκρά, μας τραβάει και μας αλλάζει την τροχιά έως ότου κάποτε πέσουμε με φωτιά ή με σιωπή στην επιφάνεια κάποιου πλανήτη και γίνουμε επιτέλουν σκόνη, συσσωμάτωμα με τους άλλους νεκρούς κομήτες που τσακίστηκαν πριν από μας.


Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Μια μέρα στο νησί

https://www.youtube.com/watch?v=8T4p0Af-7pM

Και κάποτε ήρθε η ώρα που έπρεπε να φύγουμε. Και η θάλασσα δεν ακουγόταν μετά απο μερικά χιλιόμετρα. Και γύρισα να σε κοιτάξω, να δω αν θα σου έλειπε ο ήχος της θάλασσας. Κι εσύ έκλαιγες. Μετά γυρίσαμε μπροστά. Να προχωρήσουμε.

"Να προχωρήσουμε" φωνάξανε τα πόδια μας. Και να! Μπροστά ξανά, με τα πόδια, με τα μάτια, με τη σκέψη. Μπροστά με την καρδιά μας. "Πάντα μπροστά!" αναφώνησες και σε κοίταξα με συγκίνηση, πως γίνεται να λες τα σωστά πράγματα τη σωστή στιγμή;

Ύστερα ο χωματόδρομος απέκτησε μπαλώματα ασφάλτου, ύστερα έφυγε και το χώμα - πρώτα μας έφυγε το νερό, ύστερα το χώμα. Άσφαλτος και στέρεο βήμα. Στερέψανε τα δάκρυα που χάσαμε τη θάλασσα. Και μεγάλωσε η καρδιά μας γιατί μεταβόλισε την απώλεια. Και άφησε ένα ακόμα μικρό μικρό στρώμα λίπους στα χοντροπετσιά μας.

"Όταν μου φαίνεται οτι πετάω, νιώθω να πετάω. Και τρέχω όταν με προστάζει η καρδιά μου να τρέξω" σου είπα και γύρισα να δω στο βλέμμα σου αν πια καταλαβαίνεις τα ασυνάρτητά μου αποφθέγματα. Όμως δε σ' ένοιαζε, είχες χαθεί στο τοπίο, στον αέρα, στη μυρωδιά του φρέσκου αέρα που δε μυρίζει αλλά ταυτόχρονα μυρίζει τόσο έντονα. Κι ήσουν χαμένη στο τοπίο που διασχίζαμε μαζί. Και τελικά στ' αρχίδια μου αν έπιασες την χαζή αναφορά μου. Ήσουν χαμένη κι ευτυχισμένη στη φύση, ήσουν εκεί που θα 'πρεπε να είσαι. Και με μια συναισθηματική μύτη, παπαγάλου κι αυτή, μύρισα σε για να δω πως μυρίζεις όταν χάνεσαι. Και δε μύριζες όμως ταυτοχρονα μύριζες τόσο έντονα.

Περάσανε μέρες στο νησί και άλλες φορές μιλούσαμε, άλλες όχι. Τα φρύδια σου ανασηκώνονταν τακτικά, κάθε φορά που γέμιζε το βλέμμα σου με ορίζοντα. Εγώ ήμουν πεζός, δε συγκινούμουν με πλαγιές, αναβαθμίδες και γαλάζιο. Μονάχα όταν δεν κοίταζες, βούρκωνα πίσω από τις στροφές του δρόμου, ίσα μέχρι για να στρίψω και με δεις, γιατί με περίμενες. Κι όταν σε έφτανα ρωτούσες: "Γιώργο, καλά;"

Πως να εξηγήσω; Πότε, αναρωτήθηκα, θα καταφέρω να εξηγήσω στα βουνά, στη θάλασσα, στους χωματόδρομους, στα δέντρα και τα ζώα, γιατί κλαίω σε κάθε γύρισμα του δρόμου. Πότε θα εξηγήσω καθαρά, πως δεν σου κρύβομαι και δακρύζω στις στροφές από μια θλίψη αμυδρή. Πως νιώθω και τη θλίψη. Πως νιώθω και την απώλεια. Μαζί με αυτά, α, αγαπημένη μου συνταξιδιώτισσα. Τι πάει μαζί με αυτά, πως θα σου εξηγήσω;

Πως να εξηγήσω τα υγρά που αναβλύζουν από μέσα μου; Γεμάτα μέλι και αλάτι. Έχουν μια γεύση που κάνει να πονάει το σαγόνι σου πίσω πίσω. Ρουφάς το σάλιο και σκουπίζεις τα δάκρυα, όμως τρέχουν. Μια μέρα, στο νησί, απόγευμα, ακούστηκε σε μια στροφή του δρόμου: "Γιώργο, καλά;"

Και τραντάχτηκα και υγράνθηκα και απάντησα "καλά" κι εσύ κατάλαβες. Πάντα καταλαβαίνεις.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

Αν τελικά τα κάνεις όλα λάθος... ξέρεις.

https://www.youtube.com/watch?v=W3Zqglz4_dc

https://www.youtube.com/watch?v=dTZQ2IB_x7c

(πρέπει να παίζουν ταυτόχρονα, με τον ήχο στο πρώτο να είναι στο 35%)

Δε με πειράζει, αλήθεια.

Δε με πειράζει, αλήθεια, πάντα νομίζει κάποιος οτι ξέρει καλύτερα από μένα για μένα.

Αλλά δεν ξέρει.

Κανείς δεν ξέρει πως, αν είναι να κερδίσω, βάζω φωτιά στον κόσμο ολόκληρο

κερδίσω; εεε να γαμήσω εννοούσα

γαμήσω; εεε να φιλήσω εννοούσα

φιλήσω; εεε να αγαπήσω εννοούσα

αγαπήσω;

ναι, ν' αγαπήσω εννοώ

Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

Desireless and fading

https://www.youtube.com/watch?v=dPmxnQiYgoc
(απ' την αρχή ως το 4:44)

έχουμε αρχίσει να θυμίζουμε δολοφόνους
που γυρνάνε σε αργό κύκλο
με μαχαίρια στα χέρια
και ψάχνουνε ευκαιρία να πληγώσουν

τινάζομαι όταν επιτίθεσαι
και η λάμα σου περνά ξυστά από το θώρακά μου
αμέσως μετά, επειδή η προσπάθειά σου σε κάνει ευάλωτη
πετάω το χέρι μου για να σε κόψω

το πάτωμα γλιστράει από τα αίματα
και με το ατμοσφαιρικό φως του απογεύματος
σε ζαλίζει

μυρίζει αίμα και ιδρώτα
ακούγονται πνιχτές φωνές
και άναρθρες κραυγές όταν χτυπιέται το ψαχνό
το χέρι μου στάζει αίμα και δεν ξέρω σε ποιον ανήκει πια
δεν ξέρω αν κόπηκα ή μ' έκοψες εσύ

κάποιες φορές αλλάζουνε οι δολοφόνοι
κάποιοι λιποθυμούν ή πεθαίνουν από την αιμορραγία
και έρχονται άλλοι στη θέση τους

μερικοί φοβούνται να χτυπήσουν
μα όλοι τελικά βρίσκονται με αίματα στα χέρια

κουράζομαι και δεν καταλαβαίνω πλέον καν
ποιον θέλω να χτυπήσω κι από ποιον να φυλαχτώ
βλέπω μόνο το μωσαϊκό και καμπύλες από κόκκινο
πονάω αλλά δεν ξέρω αν έχω κουραστεί
ή αν με ανοίξανε

"είμαστε όλοι δολοφόνοι" φώναξε κάποιος κάπου κάποτε
και θέλω από τότε μια φορά κι εγώ να υψώσω τη φωνή μου
"είμαστε όλοι άνθρωποι"
"γιατί πονάνε οι πληγές μου; αφού είμαστε όλοι άνθρωποι"

μια μέρα θα γλιστρήσω στο υγρό μωσαϊκό
και θα σκύψουν από πάνω μου οι άνθρωποι

κάνε μου τη χάρη αυτή
κι αμα ποτέ αποφασίσεις να σκύψεις
κράτα μαχαίρι
γιατί κουράστηκα
χριστέ μου πόσο κουράστηκα

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Μερικές φορές ονειρεύομαι διαστημόπλοια όταν περπατάω


Κάποτε
- όχι, δεν θα πάω στο διάστημα ή κάτι τέτοιο -
κάποτε θα ζήσω τις περιπέτειες που διαβάζω και ζηλεύω
κάποτε θα περπατήσω μεγάλες αποστάσεις και θα ανάβω φωτιά για να μαγειρέψω και θα σκαρφαλώνω βουνά που δεν γνωρίζω ακριβώς και θα μπερδεύομαι από τις συνεχόμενες και μπλεγμένες κορυφογραμμές και θα δυσκολεύομαι να βρω τον προσανατολισμό μου

άλλοτε θα έχει καλό καιρό και θα φυσάει και θα στεκόμαστε στις κορυφές να μας σπρώχνει ο αέρας
και άλλοτε θα έχει κακό καιρό και θα καλυπτόμαστε σε συστάδες δέντρων αρκετά πυκνές που τελικά στο χώμα θα φτάνουν μόνο λίγες σταγόνες

και μετά θα προχωράμε ή ίσως να είμαι μόνος μου και να προχωράω, αλλά τέλος πάντων το ταξίδι θα συνεχίζεται,

και να μια πλαγιά με περίεργα τοιχώματα
και να μια έκταση επίπεδη με χωράφια, σπαρμένα ή άδεια
και να ένας δρόμος που πηγαίνει προς ένα άνοιγμα στα βουνά
και να μια ακτή στ' αριστερά μας με την ψιλή άμμο να ταξιδεύει σα φαντάσματα από τον αέρα και τη θάλασσα να ακούγεται συνέχεια, μέρες τώρα

και τα δέντρα μας κάνουν νόημα
οι περαστικοί με κοιτούν αλλά δε με προσέχουν, δεν είμαι κάτι έξω από το τοπίο
τα φορτηγά με προσπερνούν με οχλοβοή
κάποια ζωύφια πίνουν λίγο από το αρκετό μου αίμα
από την αρκετή μου ζωή

πάντα σκεφτόμουνα με έπαρση και ψώνιο
"πιείτε, πιείτε από το αίμα μου κουνούπια, έχω τόσο πολύ, έχω τόση πολλή ζωή, πιείτε"
για αυτό δε με πειράζουν τα κουνούπια

πάντα σκέφτομαι με έπαρση και ψώνιο
"πλήγωσέ με, πληγώστε με αγαπημένοι μου, έχω τόση πολλή ζωή που δε στερεύει το αίμα απ' τις πληγές μου, ανοίχτε οπές, πιείτε το αίμα, αφήστε το να τρέξει, είναι άπειρο το αίμα"
για αυτό δε με πειράζουνε οι άνθρωποι

με έπαρση και ψώνιο, το είπα

το ταξίδι μου ή μας θα συνεχιστεί, σε πράσινα τοπία, κίτρινα, ή καφέ,
κούραση, σταμάτημα, ξεκίνημα
μέχρι να δύσει ο ήλιος
κάποιες φορές άμα με ή μας παίρνει
περπάτημα και το βράδυ
με τα τζιτζίκια ή με αυτά τα πράματα που κάνουνε χρου χρου για συντροφιά
πυγολαμπίδες άμα είμαστε τυχεροί

δεν ξέρω πως να τελειώσω το κείμενο
γιατί δεν ξέρω πως θέλω να τελειώσει το ταξίδι
θα βαρεθούμε;
θα αγαπηθούμε;
θα σκοτωθούμε;
θα κουραστούμε;
θα γυρίσουμε πίσω;
θα στερέψει το αίμα απ' τις πληγές μας;

μέχρι τώρα δεν έχω μάθει τι θα πει τέλος και αυτό είναι τρομαχτικό