Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Όλο το χρόνο στον κόσμο μαναράκι



 
            Είχε όλο το χρόνο στον κόσμο. Ή έτσι φαινόταν τουλάχιστον. Εγώ καθόμουν δυο τραπέζια μακριά και έτρωγα την προσφορά του απαράδεκτου 24ωρου μαγαζιού που βρίσκεται κοντά στο σπίτι. Χοτ ντογκ και πέπσι, 1.80. Δεν ήταν και λίγα, κάθε φορά αυτό σκεφτόμουν, αλλά κάθε φορά πήγαινα εκεί, κάθε φορά καθόμουνα με ακουστικά στο πλαστικό τραπέζι με το φανταχτερό τραγικό λογότυπο του μαγαζιού και μετά από λίγο δεν άντεχα, κάτι ήθελα να μασουλήσω, κάτι να κρατάω στο χέρι, κάτι να έχω να κάνω. Δεν καπνίζω κιόλας οπότε δεν είχα και πολλές επιλογές.
            Είχε όλο το χρόνο στον κόσμο έτσι όπως καθόταν απέναντί μου, κι εκείνη με ακουστικά, κι εκείνη μασουλώντας κάτι αδιάφορο και άγευστο από το μικρό μενού του εστιατορίου. Την έβλεπα συχνά και αναρωτιόμουν αν κάνουμε το ίδιο πράγμα χωρίς να το ξέρουμε. Αν περιμένουμε χωρίς να το ξέρουμε. Το πρόσωπο της γινόταν μια μπλε και μια κόκκινο από την πινακίδα έξω από το μαγαζί, καθόμασταν και οι 2 κοντά στη βιτρίνα. Γιατί να θες να κοιτάς έξω αν δεν περιμένεις να δεις κάτι; Συχνά το αναρωτιέμαι αυτό.
            Είχαμε όλο το χρόνο στον κόσμο και δεν είχαμε ούτε λεπτό για χάσιμο. Έτσι φαινόταν από αυτά που κάναμε, από τον τρόπο που ψάχναμε έξω, από τον τρόπο που τρώγαμε και από τον τρόπο που κοιτάζαμε τους νευρικούς σερβιτόρους και σερβιτόρες να παίρνουν το δίσκο με το τσαλακωμένο αλουμινόχαρτο και το άδειο κουτάκι. «Θέλετε κάτι άλλο;» ρωτάνε πάντα αλλά πλέον δεν περιμένουν απάντηση. Δεν θέλουμε κάτι άλλο, όχι. Ή αυτό που θέλουμε δεν το φτιάχνει το 24ωρο της Θηβών. Ο,τι κι αν είναι αυτό.
            Κατά τις 2 η κίνηση κόβει τις καθημερινές. Όχι μέσα στο μαγαζί, μέσα στο μαγαζί η κίνηση είναι κομμένη, η κίνηση στη Θηβών εννοώ. Όταν είναι καλοκαίρι και κάθομαι/μαστε έξω, ο ήχος έχει σαφή ημιτονοειδή γραφική αναπαράσταση. Από την απόλυτη ησυχία ξεκινά ένα βουητό, μικρό αν είναι αμάξι, μεγάλο για φορτηγό, πνιχτό για καινούργιο μοντέλο, εριστικό για μηχανάκι, πλησιάζει και μεγαλώνει, ξυνίζω/ζουμε για λίγο και μετά απομακρύνεται. Για λίγο νομίζεις ότι ο ήχος μένει σταθερός αλλά μέχρι να σου τραβήξει όντως την προσοχή αρχίζει να πέφτει, να πέφτει και να απλώνεται ξανά η ησυχία όπως απλώνεται το σεντόνι όταν επιτέλους το αλλάζω στο κρεβάτι μου, με αργή ταχύτητα, αλλά παντού, σαν να την τίναξε κάποιος από ψηλά και να χαμηλώνει αργά αργά μέχρι τη σιωπή, που στην πόλη δεν είναι ποτέ αληθινή αλλά παραμένει σιωπή.
            Ο αχός της πόλης, οι μακρινοί ήχοι, με κάνουν να ανατριχιάζω, ειδικά το καλοκαίρι. Είναι μάρτυρες πως κάπου αλλού συμβαίνει κάτι αλλά εδώ δε συμβαίνει τίποτα. Κάπου κάποιος περνάει, κάποιος κοιτάει, κάποιος ζει, κάποιος κινείται ενώ εδώ επικρατεί ακινησία. Αυτή η διαφορά ταχύτητας με κάνει να αναστατώνομαι μα δεν έχω καταλάβει ακόμα γιατί. Ίσως γιατί –
            «Σήκω πάνω και ακολούθα με». Στην αρχή δεν κατάλαβα σε ποιον μίλησε. Δεν ήξερα και τη φωνή της, δεν κατάλαβα καν ποιος μίλησε. Γύρισα προς τα μέσα και την είδα να με κοιτάει από πάνω, είχε έρθει στο τραπέζι μου και ήταν ντυμένη για έξω. Ντυμένη για έξω, απλά είχε πάρει το σακίδιο της και είχε κουμπώσει το φερμουάρ του φούτερ της. «Άντε ντε!» ξαναλέει και σιγουρεύομαι ότι εννοεί εμένα. «Που πάμε;» ρωτάω αν και πραγματικά δεν ξέρω ποια απάντηση θα με έπειθε να την ακολουθήσω – ή να μην την ακολουθήσω. «Θα δεις, σήκω». Σηκώθηκα λοιπόν και βγήκαμε έξω.
            Εκείνη περπατούσε γρήγορα, κάπου πήγαινε, εγώ την ακολουθούσα με αργό βήμα, προσπαθούσα να καταλάβω τι κάνουμε. Πάμε για σεξ; Πάμε να μου κλέψει τα νεφρά; Πάμε στο περίπτερο; Δεν μπορούσα καν να φανταστώ τι μπορεί να με ήθελε.
            Στρίψαμε τη γωνία και βγήκαμε στο δρόμο που βγάζει στο κέντρο των Λιοσίων. Εκείνη πάντα μπροστά, εγώ από πίσω. Που και που κοιτούσε να δει αν ακολουθάω και μόλις σιγουρευόταν, ξαναγυρνούσε μπροστά. Δεν με πίεζε να πάω πιο γρήγορα, φαντάζομαι ήξερε πως αν πήγαινα να τη χάσω θα πήγαινα πιο γρήγορα κι έτσι δεν σπαταλούσε λέξεις για μια συζήτηση που δεν είχε νόημα να γίνει. Σωστή. Τα φώτα στο δρόμο τώρα ήταν πιο χαμηλά και λευκά, όχι σαν της Θηβών, τα ψηλά πορτοκαλί. Εδώ η αίσθηση είναι πιο πολύ γειτονιά, πιο θεατρικά. Της Θηβών θυμίζουν βιομηχανικό περιβάλλον, παλέτες, φορτηγά, κρύο και σκουπίδια στην άκρη του δρόμου. Εδώ το φως μεταμορφώνει έναν δρόμο, κατά τα άλλα παρόμοιο με τον προηγούμενο, σε σοκάκι. Μόνο απ’ το φως. Προχωράμε σε ησυχία, προσπερνούν που και που αμάξια με την ίδια ημιτονοειδή ηχητική ατμόσφαιρα κι εμείς τα αφήνουμε να μας περνάνε αδιάφορα ενώ κόβουμε στη μέση το Ίλιον.
            Τη μέρα εδώ επικρατεί πανικός. Κίνηση, ανοιχτά μαγαζιά, άνθρωποι μπαινοβγαίνουν στα κοράκια της Wind και της Vodafone, στα άθλια τυροπιτάδικα και στις αδιάφορες καφετέριες που πουλούν το ίδιο πράγμα. Τόσα μαγαζιά, τόσα ευφάνταστα (ή δυσφάνταστα) ονόματα, για το ίδιο πράγμα. Καφέ από το Μικρό ή από το Reverent; Τυρόπιτα από το Λευτέρη ή από το Μαμ; Λεφτά από την Εθνική ή από την Πειραιώς; Περνάμε από τόσες σκοτεινές βιτρίνες με τα ίδια ρούχα, τους ίδιους πάγκους, τις ίδιες πινακίδες όπως «εκπτώσεις» ή «προσφορά», πόσες προσφορές υπάρχουν πια, προχωράμε και ευτυχώς, όταν αυτά τα μαγαζιά θα ανοίξουν, όλα την ίδια ώρα, όλα με τον ίδιο σκοπό, όλα από την ίδια ανάγκη για γεμάτο ταμείο, εμείς θα έχουμε ήδη περάσει.
Τελείωσε η λεωφόρος και ήρθε η ώρα μια ακόμα διασταύρωσης. Τα φανάρια δείχνουν σε ανύπαρκτους οδηγούς τι να κάνουν και εμείς κάνουμε στάση. Εκείνη ανάβει τσιγάρο, εγώ κάθ0μαι στο πεζοδρόμιο. Στη σιωπή το τσικ τσικ του αναπτήρα μοιάζει με μυστικό σύνθημα για κάτι. Αλλά η απόκριση που παίρνει είναι ένα γαύγισμα από κάποιο χαμένο σκυλί και ένα ερκοντίσιον που ανάβει με αγκομαχητό κάπου μέσα σε κάποια στενά πίσω μας.
Αυτός ο διάλογος με κάνει να σκέφτομαι πόσοι άνθρωποι υπάρχουν αυτή τη στιγμή κοντά μας. Αν θέλαμε θα μπορούσαμε να τους ακουμπήσουμε ενώ κοιμούνται, θα μπορούσαμε να ξαπλώσουμε δίπλα τους, θα μπορούσαμε να δούμε τηλεόραση στα σαλόνια τους. Είναι άπειροι, η πόλη εξ ορισμού είναι αυτό, ένα περιβάλλον φτιαγμένο για να συγκεντρώνονται άνθρωποι, η ερημιά είναι μια σύμβαση, δεν υπάρχει έρημος στην πόλη. Δεν μπορείς να μείνεις μόνος σου στην πόλη.
Το τσιγάρο τελείωσε, και μαζί μ’ αυτό και η στάση, ξεκινάμε και πάμε προς τη στρογγυλή του Ιλίου, σε έναν άλλον 24ωρο ναό, τα Μακ. Σύντομα βλέπουμε μπροστά μας το φωτεινό Μ, το άδειο παρκινγκ και τα φωτισμένα παράθυρα που ξενυχτάνε οι τυφλοπόντικες της νυχτερινής βάρδιας. Ακούγονται χαμηλές φωνές από το προσωπικό καθώς κατηφορίζουμε προς το κατάστημα και έκπληκτος τη βλέπω να πηγαίνει προς το πρώτο παράθυρο που δίνονται οι παραγγελίες. Από μέσα φαίνεται η μορφή μιας κοπέλας που κάθεται στον πάγκο (αυτό σίγουρα απαγορεύεται) και κοιτάει το κενό. Εκείνη πάει στο παράθυρο και στέκεται περιμένοντας να την προσέξει η υπάλληλος. 
Εκείνη τη στιγμή τη συμπάθησα για πρώτη φορά. Πριν απλά δεν ήξερα πώς να νιώσω. Δεν τη συμπάθησα από την ευγένεια που έδειχνε το ότι θα περίμενε όση ώρα χρειαστεί αρκεί να μην ενοχλούσε το ονειροπόλημα της υπαλλήλου (ή τον ύπνο της). Τη συμπάθησα γιατί το ίδιο θα έκανα κι εγώ. Ίσως να ντρεπότανε απλά. Ίσως να σκεφτόταν τα δικά της. Η ίσως να είχε όλο το χρόνο στον κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου